- ξετεντώνω
- ξετέντωσα, ξετεντώθηκα, ξετεντωμένος, κάνω κάτι να μην είναι τεντωμένο, χαλαρώνω: Ξετέντωσες το σκοινί και πέσανε τα ρούχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξετεντώνω — χαλαρώνω κάτι τεντωμένο, ξεσφίγγω, λασκάρω … Dictionary of Greek
εκτεντώνω — ἐκτεντώνω (Μ) χαλαρώνω, ξετεντώνω («εὐθέως ἐξετεντώσασιν κι ἔρριξαν τὲς καντοῡνες», Χρον. Moρ.) … Dictionary of Greek
εκτονώνω — και εκτονώ ( όω) (Μ ἐκτονῶ) καθιστώ κάτι χαλαρό, άτονο, χαλαρώνω, ξεσφίγγω, ξετεντώνω, ξελασκάρω … Dictionary of Greek
μποσικάρω — και μποσκάρω [μπόσικος] 1. κάνω κάτι να γίνει μπόσικο, χαλαρώνω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω 2. χαλαρώνομαι, παύω να είμαι τεντωμένος ή στερεά συναρμοσμένος … Dictionary of Greek
ξεσφίγγω — χαλαρώνω κάτι σφιχτό, χαλαρώνω, λασκάρω, ξετεντώνω … Dictionary of Greek
ξετέντωμα — το [ξετεντώνω] ξεσφίξιμο, λασκάρισμα, χαλάρωση … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
εκτονώνω — εκτόνωσα, εκτονώθηκα, εκτονωμένος, μτβ., ξετεντώνω, ξελασκάρω, χαλαρώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαλαρώνω — χαλάρωσα, χαλαρώθηκα, χαλαρωμένος 1. κάνω κάτι χαλαρό, λασκάρω, ξετεντώνω, ξεσφίγγω. 2. μετριάζω την ένταση, εξασθενώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)